- διάπαυση
- Κατάσταση προσωρινής αναστολής της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής και μείωσης του μεταβολισμού, στην οποία καταφεύγουν ορισμένοι οργανισμοί για να αποφύγουν τις δυσάρεστες οικολογικές συνθήκες που επικρατούν κάποια περίοδο του έτους. Το φαινόμενο αυτό είναι συνηθισμένο στους οργανισμούς μικρού μεγέθους που ζουν σε ερημικό περιβάλλον και δεν αντέχουν την υψηλή θερμοκρασία ή την απουσία νερού. Κατά κανόνα παραμένουν σε μορφή αβγών ή προνυμφών, ανθεκτικών στην ξηρασία και στην υψηλή θερμοκρασία, περιμένοντας την έναρξη των σπάνιων βροχών. Όταν βρέξει, οι οργανισμοί αυτοί αρχίζουν να αναπτύσσονται με ταχύτατους ρυθμούς και σε διάστημα λίγων ημερών, δηλαδή όσο διαρκεί η υγρασία, καταφέρνουν να ολοκληρώσουν τον κύκλο ζωής τους και να αποκτήσουν απογόνους. Ανάλογες προσαρμογές παρουσιάζουν πολλά έντομα σε εύκρατες περιοχές, με πολύ ψυχρούς χειμώνες ή πολύ ξηρά καλοκαίρια. Αν παρουσιάζουν πρόβλημα τον χειμώνα, μειώνουν στο ελάχιστο τον μεταβολισμό τους, ενώ το νερό που περιέχουν δεσμεύεται με άλλες ουσίες για να αποφευχθεί η πήξη του. Αν πρέπει να αντιμετωπίσουν το καλοκαίρι, αποβάλλουν ένα μεγάλο μέρος του νερού που διαθέτουν, αντιμετωπίζοντας την ξηρή περίοδο ως ώριμα άτομα σε ένα αδρανές στάδιο ανυδροβίωσης, ενώ ταυτόχρονα παράγουν ένα εξωτερικό αδιάβροχο περίβλημα που εμποδίζει την πλήρη αφυδάτωσή τους. Ακόμη και μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα μπορεί να επαναδραστηριοποιήσει αυτούς τους διαθερίζοντες οργανισμούς.
* * *η (Α διάπαυσις, -εως) [διαπαύω]διακοπή, πλήρης παύσηνεοελλ.βιολ. διακοπή δραστηριότητας ή ανάπτυξης οργανισμού συνοδευόμενη από περιορισμό τών μεταβολισμικών εξεργασιών του.
Dictionary of Greek. 2013.